κερατίζω — (ΑΜ κερατίζω) [κέρας] χτυπώ κάποιον με τα κέρατα, κουτουλώ («ἐὰν δὲ κερατίσῃ ταῡρος ἄνδρα ἢ γυναῑκα καὶ ἀποθάνῃ», ΠΔ) αρχ. καταβάλλω κάποιον … Dictionary of Greek
κορύπτω — (ΑM) [κορυφή] ορμώ σε κάποιον με το κεφάλι ή με τα κέρατα, κερατίζω, κουτουλώ («εἰώθασιν οἱ κριοὶ ἐν τῷ μάχεσθαι τοῑς κέρασιν ἀλλήλους πλήττειν τοῡτο δ ἐστὶ κυρίως τὸ κορύπτειν», Τζέτζ.) … Dictionary of Greek
κουτουλίζω — βλ. κουτουλώ … Dictionary of Greek
κουτουλιά — η [κουτουλώ] 1. χτύπημα που καταφέρει ένα ζώο με τα κερατά του, κούτρημα, κουτριά 2. (κατ επέκτ.) χτύπημα με το κεφάλι, κεφαλιά … Dictionary of Greek
κουτρώ — άω και κουτρίζω (Μ κουτρῶ, άω) [κούτρα] (για ζώα) χτυπώ με τα κέρατα, κουτουλώ νεοελλ. χτυπώ με το μέτωπο, με το κεφάλι … Dictionary of Greek
κερατίζω — κεράτισα, κερατίστηκα, κερατισμένος, χτυπώ με τα κέρατα, κουτουλώ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κουτουλίζω — και κουτουλώ και κουτουλάω 1. για τα ζώα που έχουν κέρατα, χτυπώ με τα κέρατα, κουτρώ, έχω τη συνήθεια να χτυπώ με τα κέρατα: Αυτό το κριάρι κουτουλά. 2. για τους ανθρώπους, κλίνω το κεφάλι προς τα εμπρός και κάτω: Κουτουλάει από τη νύστα. 3.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)