κουτουλώ

κουτουλώ
-άω, και κουτουλίζω
1. (για ζώα) χτυπώ ή έχω τη συνήθεια να χτυπώ με τα κέρατα
2. χτυπώ με το κεφάλι
3. είμαι βλάκας
4. (στον τ. κουτουλώ) πάω στα τυφλά
5. φρ. «κουτουλάω από τη νύστα» — νυστάζω πολύ και γέρνω το κεφάλι προς τα εμπρός και κάτω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κούτουλο < κούτελο, με αφομοίωση].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κερατίζω — (ΑΜ κερατίζω) [κέρας] χτυπώ κάποιον με τα κέρατα, κουτουλώ («ἐὰν δὲ κερατίσῃ ταῡρος ἄνδρα ἢ γυναῑκα καὶ ἀποθάνῃ», ΠΔ) αρχ. καταβάλλω κάποιον …   Dictionary of Greek

  • κορύπτω — (ΑM) [κορυφή] ορμώ σε κάποιον με το κεφάλι ή με τα κέρατα, κερατίζω, κουτουλώ («εἰώθασιν οἱ κριοὶ ἐν τῷ μάχεσθαι τοῑς κέρασιν ἀλλήλους πλήττειν τοῡτο δ ἐστὶ κυρίως τὸ κορύπτειν», Τζέτζ.) …   Dictionary of Greek

  • κουτουλίζω — βλ. κουτουλώ …   Dictionary of Greek

  • κουτουλιά — η [κουτουλώ] 1. χτύπημα που καταφέρει ένα ζώο με τα κερατά του, κούτρημα, κουτριά 2. (κατ επέκτ.) χτύπημα με το κεφάλι, κεφαλιά …   Dictionary of Greek

  • κουτρώ — άω και κουτρίζω (Μ κουτρῶ, άω) [κούτρα] (για ζώα) χτυπώ με τα κέρατα, κουτουλώ νεοελλ. χτυπώ με το μέτωπο, με το κεφάλι …   Dictionary of Greek

  • κερατίζω — κεράτισα, κερατίστηκα, κερατισμένος, χτυπώ με τα κέρατα, κουτουλώ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κουτουλίζω — και κουτουλώ και κουτουλάω 1. για τα ζώα που έχουν κέρατα, χτυπώ με τα κέρατα, κουτρώ, έχω τη συνήθεια να χτυπώ με τα κέρατα: Αυτό το κριάρι κουτουλά. 2. για τους ανθρώπους, κλίνω το κεφάλι προς τα εμπρός και κάτω: Κουτουλάει από τη νύστα. 3.… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”